οξυγονούχος

οξυγονούχος
ος, ο[ν] содержащий кислород; кислородный;

οξυγονούχον ΰδωρ — перекись водорода


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "οξυγονούχος" в других словарях:

  • οξυγονούχος — α, ο (ιδίως για υγρά) αυτός που περιέχει οξυγόνο («οξυγονούχο ύδωρ» [φαρμ.] διάλυμα υπεροξειδίου τού υδρογόνου που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό για τον καθαρισμό τραυμάτων, κοιν. οξυζενέ). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυγόνο + ούχος (< έχω). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • οξυγονούχος — α, ο αυτός που περιέχει οξυγόνο: Οξυγονούχο νερό, αλλ. οξυζενέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • υπεροξυγονούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν χημ. (για χημ. ένωση) αυτός που περιέχει στο μόριό του περισσότερο οξυγόνο από αυτό που περιέχεται σε μια κανονική ένωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. peroxygene < λατ. per «πολύ, υπερβολικά» + γαλλ. oxygene …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»